- προσφύγιον
- τὸ, ΜΑβλ. προσφύγι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσφύγιον — refuge neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφυγίου — προσφύγιον refuge neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφυγίῳ — προσφύγιον refuge neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσφύγι — το / προσφύγιον ΝΜΑ [πρόσφυξ, υγος] ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια και σωτηρία … Dictionary of Greek
προφύγιον — τὸ, Α το προσφύγιον. * [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φύγιον (< φυγος < φεύγω), πρβλ. προσ φύγιον] … Dictionary of Greek